λεπτοταρίχιον

λεπτοταρίχιον
λεπτο-τᾰρίχιον [ῑχ], τό,
A small pickled fish, PLond.ined.2184 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεπτοταρίχιον — λεπτοταρίχιον, τὸ (Α) μικρό παστό ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ταρίχιον (< τάριχον «είδος παστού ψαριού»] …   Dictionary of Greek

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”